αντιπαραβολη

αντιπαραβολη
    αντιπαραβολή
    αντι-παραβολή
    ἥ взаимное сопоставление, сравнение Arst., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αντιπαραβολη" в других словарях:

  • ἀντιπαραβολῇ — ἀντιπαραβολή reply by comparison fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαραβολή — reply by comparison fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιπαραβολή — η (ΑΜ ἀντιπαραβολή) αντιπαράθεση, σύγκριση …   Dictionary of Greek

  • αντιπαραβολή — η σύγκριση, παραλληλισμός: Η αντιπαραβολή δύο τόσο μακρινών εποχών ήταν άτυχη ιδέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιπαραβολαῖς — ἀντιπαραβολή reply by comparison fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαραβολῆς — ἀντιπαραβολή reply by comparison fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαραβολήν — ἀντιπαραβολή reply by comparison fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαραβολῶν — ἀντιπαραβολή reply by comparison fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιπαραβολικός — ή, ό ο αναφερόμενος σε αντιπαραβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντιπαραβολή. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον καθηγητή της Φαρμακολογίας Θεόδωρο Αφεντούλη («αντιπαραβολικά πειράματα»)] …   Dictionary of Greek

  • συγκριτικός — ή, ό / συγκριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκριτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκριση, στην αντιπαραβολή, συσχετικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγκριτικά ο συγκριτικός βαθμός τών επιθέτων νεοελλ. φρ. α) «συγκριτική μέθοδος» μέθοδος που… …   Dictionary of Greek

  • αγιάρι — το έλεγχος και ρύθμιση τής λειτουργίας μηχανήματος με αντιπαραβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. ayar (= βαθμός καθαρότητας πολύτιμου μετάλλου, ακρίβεια βάρους νομίσματος, ακρίβεια ώρας ρολογιού)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»